- συμπαίκτης
- ο , συμπαίκτρια η партнёр, -ша (в игре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπαίκτης — senpectas masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίκτης — ο, θηλ. συμπαίκτρια, ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. συμπαίκτειρα Α αυτός που παίρνει μέρος σε παιχνίδι μαζί με άλλους, καθένας από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι αρχ. αυτός που… … Dictionary of Greek
συμπαίκτης — ο θηλ. συμπαίκτρια καθένας απ αυτούς που μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι: Δε συνεργάζεται με τους συμπαίκτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπαικτῶν — συμπαίκτης senpectas masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαῖκται — συμπαίκτης senpectas masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίκταις — συμπαίκτης senpectas masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίκτην — συμπαίκτης senpectas masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίκτου — συμπαίκτης senpectas masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίκτῃ — συμπαίκτης senpectas masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
SEMPECTA — nomen in Ordine Benedictino seniroum sapientum Fratrum: maxime qui, quinquaginta annos in eo versati, hôc nomine ab omnibus onribus immunes erant, vide Regulam Ordinis c. 27. De iis Ingulfus p. 886. Quinuagenarius autem in ordine Sempecta… … Hofmann J. Lexicon universale